δραστηρίου

δραστηρίου
δραστήριος
active
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μάκενσεν, Άουγκουστ φον- — (August von Mackensen, Χάουσλαϊπνιτς 1849 – Ανόβερο 1945). Γερμανός στρατηγός. Τοποθετήθηκε στο Ανατολικό μέτωπο κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και γρήγορα απέκτησε φήμη δραστήριου, ικανού και αποφασιστικού ηγέτη. Μετά τη νίκη που σημείωσε όταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”